φασκελοκουκούλωστα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φασκελοκουκούλωστα < φασκέλωσε + κουκούλωσε + τα
Επιφώνημα
[επεξεργασία]φασκελοκουκούλωστα
- (οικείο) (προφορικό) για άσχημη κατάσταση που δεν βελτιώνεται
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φασκελοκουκούλωστα
|