φκιάχνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φκιάχνω < φτιάχνω με αποβολή του [t] για απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος [ftx̃áxno > fk̃áxno] και ανομoίωση τρόπου άρθρωσης [fx̃ > fk̃][1]

Ρήμα[επεξεργασία]

φκιάχνω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]