φρενιασμένα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φρενιασμένα < φρενιασμένος + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
φρενιασμένα
- με φρενιασμένο τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φρενιασμένα
|
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
φρενιασμένα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του φρενιασμένος