φυσιολογικώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φυσιολογικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα φυσιολογικῶς < (ελληνιστική κοινή) φυσιολογικός. Συγχρονικά αναλύεται σε φυσιολογικ(ός) + -ώς.

Επίρρημα[επεξεργασία]

φυσιολογικώς

Πηγές[επεξεργασία]