φωσφορίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φωσφορίζω < αρχαία ελληνική φωσφόρος (αυτός που φέρει φως) < φῶς + φέρω

Ρήμα[επεξεργασία]

φωσφορίζω

  1. φέγγω στο σκοτάδι
    οι δείκτες του ρολογιού φωσφόριζαν μέσα στο σκοτάδι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]