φωσφορισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φωσφορισμός < φωσφορίζω + -ισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική phosphoriser < phosphore < αρχαία ελληνική φωσφόρος < φάος + φέρω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική phosphorescence)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φωσφορισμός αρσενικό (ο πληθυντικός αδόκιμος)
- η ιδιότητα που έχουν κάποια σώματα ή οργανισμοί να φωσφορίζουν, να φέγγουν στο σκοτάδι
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φωσφορισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)