φύρδην μίγδην
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈfiɾ.ðin ˈmi.ɣðin/
Έκφραση[επεξεργασία]
φύρδην μίγδην
- (ως επίρρημα) σε απόλυτη ακαταστασία
- ※ Τον βρήκα στην κάμαρά του, να ρίχνει με μανία τα ρούχα φύρδην-μίγδην σε τρεις μεγάλες βαλίτζες.
- Μ. Καραγάτσης, Ο μικρός φάκελος, 1956
- ※ Τον βρήκα στην κάμαρά του, να ρίχνει με μανία τα ρούχα φύρδην-μίγδην σε τρεις μεγάλες βαλίτζες.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη άνω κάτω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη άνω κάτω