χαζογελάμε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /xa.zo.ʝeˈla.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐ζο‐γε‐λά‐με
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
χαζογελάμε
- α΄ πρόσωπο πληθυντικού οριστικής ενεστώτα του ρήματος χαζογελάω / χαζογελώ