χαλαζάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαλαζάω < χάλαζα

Ρήμα[επεξεργασία]

χαλαζάω θηλυκό

  1. ρίχνω χαλάζι
  2. ρίχνω κάτι που μοιάζει με χαλάζι, σαν χαλάζι
  3. βγάζω εξανθήματα

Συγγενικά[επεξεργασία]