χαλεπῶς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαλεπῶς < χαλεπός

Επίρρημα[επεξεργασία]

χαλεπῶς

  1. δύσκολα
    χαλεπῶς ἂν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους πείσαιμι...: δύσκολα θα πείσω τους άλλους άνδρες ότι...
  2. με το ρήμα ἔχω σημαίνει
    α) διάκειμαι δυσμενώς έναντι κάποιου, κάτι-κάποιος με θυμώνει
    ἐκ τούτου χαλεπῶς εἶχον οἱ στρατιῶται: καὶ γὰρ τὰ ἐπιτήδεια ἐπέλιπεν ἃ ἔχοντες ἦλθον, καὶ ἀγορὰ οὐδεμία πω παρῆν. : οι στρατιώτες είχαν οργιστεί και για αυτό το λόγο: είχαν τελειώσει οι αναγκαίες προμήθειες που είχαν κουβαλήσει μαζί τους ερχόμενοι και τώρα δεν υπήρχε τριγύρω καμία αγορά
    β) ενοχλούμαι από κάτι, κάτι με πείραξε
    ἐγὼ μὲν... πάνυ χαλεπῶς ἔχω ὑπὸ τοῦ χθὲς πότου : με πείραξε το ποτό
    γ)δυσκολεύομαι ιδιαιτερα
    τοῖς δὲ Κορινθίοις ἐνθυμουμένοις ὡς χαλεπῶς ἔχοι αὐτοὺς σωθῆναι, κρατουμένους μὲν καὶ πρόσθεν κατὰ γῆν
  3. με το λαμβάνω: το παίρνω άσχημα, διάκειμαι εχθρικά
    περὶ δὲ τοῦ Ἀλκιβιάδου ἐναγόντων τῶν ἐχθρῶν, οἵπερ καὶ πρὶν ἐκπλεῖν αὐτὸν ἐπέθεντο, χαλεπῶς οἱ Ἀθηναῖοι ἐλάμβανον
    ὡς δὲ χαλεπῶς ἐλαμβάνετο ἡ μήτηρ τοῦ περιεόντος παιδὸς καὶ πολλὰ πρὸς αὐτὴν λέγων οὐκ ἔπειθε: καθώς η μάνα θύμωσε με το γιο που είχε επιζήσει και δεν πειθόταν παρ' όσα της έλεγε