χαλεπῶς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
χαλεπῶς < χαλεπός
Επίρρημα[επεξεργασία]
χαλεπῶς
- δύσκολα
- χαλεπῶς ἂν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους πείσαιμι...: δύσκολα θα πείσω τους άλλους άνδρες ότι...
- με το ρήμα ἔχω σημαίνει
- α) διάκειμαι δυσμενώς έναντι κάποιου, κάτι-κάποιος με θυμώνει
- ἐκ τούτου χαλεπῶς εἶχον οἱ στρατιῶται: καὶ γὰρ τὰ ἐπιτήδεια ἐπέλιπεν ἃ ἔχοντες ἦλθον, καὶ ἀγορὰ οὐδεμία πω παρῆν. : οι στρατιώτες είχαν οργιστεί και για αυτό το λόγο: είχαν τελειώσει οι αναγκαίες προμήθειες που είχαν κουβαλήσει μαζί τους ερχόμενοι και τώρα δεν υπήρχε τριγύρω καμία αγορά
- β) ενοχλούμαι από κάτι, κάτι με πείραξε
- ἐγὼ μὲν... πάνυ χαλεπῶς ἔχω ὑπὸ τοῦ χθὲς πότου : με πείραξε το ποτό
- γ)δυσκολεύομαι ιδιαιτερα
- τοῖς δὲ Κορινθίοις ἐνθυμουμένοις ὡς χαλεπῶς ἔχοι αὐτοὺς σωθῆναι, κρατουμένους μὲν καὶ πρόσθεν κατὰ γῆν
- με το λαμβάνω: το παίρνω άσχημα, διάκειμαι εχθρικά
- περὶ δὲ τοῦ Ἀλκιβιάδου ἐναγόντων τῶν ἐχθρῶν, οἵπερ καὶ πρὶν ἐκπλεῖν αὐτὸν ἐπέθεντο, χαλεπῶς οἱ Ἀθηναῖοι ἐλάμβανον
- ὡς δὲ χαλεπῶς ἐλαμβάνετο ἡ μήτηρ τοῦ περιεόντος παιδὸς καὶ πολλὰ πρὸς αὐτὴν λέγων οὐκ ἔπειθε: καθώς η μάνα θύμωσε με το γιο που είχε επιζήσει και δεν πειθόταν παρ' όσα της έλεγε