χαντοκάδικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /xa.doˈka.ði.koɔ/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χαντοκάδικο ουδέτερο
- (ελληνοαμερικανικά) φαστφουντάδικο (εστιατόριο ταχείας εστίασης) που προσφέρει χοτ ντογκ και άλλα σάντουιτς
- Πωλείται χαντοκάδικο 54 καθισμάτων. (Μικρή αγγελία σε ελληνοαμερικανική εφημερίδα, 23 Φεβρ. 2013)