χαντοκάδικο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαντοκάδικο < χαντόκ(ι) + -άδικο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /xa.doˈka.ði.koɔ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χαντοκάδικο ουδέτερο