χειμάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
χειμάζω < χεῖμα
Ρήμα[επεξεργασία]
χειμάζω
- φέρνω το χειμώνα, εκθέτω κάποιον στις δυσμενείς συνθήκες του χειμώνα
- πάντα γὰρ θεοῦ τοιαῦτα χειμάζοντος εἰκάσαι πάρα.
- (μεταφορικά) φέρνω δυστυχία, σύγχυση
- ὡς τόδ᾽ αἷμα χειμάζον πόλιν : το αίμα που φέρνει τρικυμία στην πόλη
- κακοπαθαίνω από τρικυμια
- ἀνέμου δὲ κατιόντος μεγάλου χειμαζόμενοι ἐν ἀλιμένῳ χωρίῳ: με τους έντονους ανέμους, βρέθηκαν να θαλασσοχτυπιώνται σε περιοχή δίχως λιμάνι
- περνάω το χειμώνα, διαχειμάζω
- χειμασθέντα δένδρα
- Μαρδόνιος δὲ περὶ τὴν Θεσσαλίην ἐχείμαζε
- απρόσωπο χειμάζει: είναι χειμώνας, κάνει κακό καιρό
- ἐχείμαζε ἡμέρας τρεῖς : η κακοκαιρία κράτησε 3 ημέρες
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- χειμάσει: θα χαλάσει ο καιρός, έρχεται μπόρα, καταιγίδα, κακοκαιρία