χειράς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χειράς < χείρ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- χειράς-άδος θηλυκό ( & χιράς κατά τον Ησυχ. ως προς την έννοια - κατά Σουΐδα ως προς την γραφή)
- ραγάδα, σχίσιμο, σκάσιμο στα χέρια αλλά ίσως και στα ταλαιπωρημένα πόδια
- σωρός από χώματα (χιράδες, Ησυχ.)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- κατά τον Ησύχιο και φωῒς ή φᾠς(φωΐδες-φῷδες): κυρίως οι φουσκάλες, η φλύκταινες
Συγγενικά
[επεξεργασία]- χιραλέος (εκείνος που έχει πόδια σκασμένα ραγαδιασμένα, από το περπάτημα δίχως υποδήματα ή από ασθένεια)
- χιράς, χιράδες (κατά Ησυχ. , αλλά κατά Σουΐδα γενικά ένα πάθημα)
- χιρόπους και χειρόπους (με χειράδες στα πόδια, κατά τον Άνθ. Γαζή)