χειράς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χειράς < χείρ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χειράς-άδος θηλυκό ( & χιράς κατά τον Ησυχ. ως προς την έννοια - κατά Σουΐδα ως προς την γραφή)
  1. ραγάδα, σχίσιμο, σκάσιμο στα χέρια αλλά ίσως και στα ταλαιπωρημένα πόδια
  2. σωρός από χώματα (χιράδες, Ησυχ.)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • χιραλέος (εκείνος που έχει πόδια σκασμένα ραγαδιασμένα, από το περπάτημα δίχως υποδήματα ή από ασθένεια)
  • χιράς, χιράδες (κατά Ησυχ. , αλλά κατά Σουΐδα γενικά ένα πάθημα)
  • χιρόπους και χειρόπους (με χειράδες στα πόδια, κατά τον Άνθ. Γαζή)