χεροβολιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χεροβολιάζω < χεροβολιά και χερόβολο < μεσαιωνική ελληνική χερόβολον
Ρήμα
[επεξεργασία]χεροβολιάζω
- κόβω και μαζεύω στάχυα
- μαζεύω μια παρτίδα στάχυα, όσα χωράνε στη χούφτα μου (μια χεροβολιά ή μια δράκα ή μια χεριά) και τα δένω μαζί με άλλα σε ένα μεγαλύτερο δεμάτι
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χεροβολιάζω | χεροβόλιαζα | θα χεροβολιάζω | να χεροβολιάζω | χεροβολιάζοντας | |
β' ενικ. | χεροβολιάζεις | χεροβόλιαζες | θα χεροβολιάζεις | να χεροβολιάζεις | χεροβόλιαζε | |
γ' ενικ. | χεροβολιάζει | χεροβόλιαζε | θα χεροβολιάζει | να χεροβολιάζει | ||
α' πληθ. | χεροβολιάζουμε | χεροβολιάζαμε | θα χεροβολιάζουμε | να χεροβολιάζουμε | ||
β' πληθ. | χεροβολιάζετε | χεροβολιάζατε | θα χεροβολιάζετε | να χεροβολιάζετε | χεροβολιάζετε | |
γ' πληθ. | χεροβολιάζουν(ε) | χεροβόλιαζαν χεροβολιάζαν(ε) |
θα χεροβολιάζουν(ε) | να χεροβολιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χεροβόλιασα | θα χεροβολιάσω | να χεροβολιάσω | χεροβολιάσει | ||
β' ενικ. | χεροβόλιασες | θα χεροβολιάσεις | να χεροβολιάσεις | χεροβόλιασε | ||
γ' ενικ. | χεροβόλιασε | θα χεροβολιάσει | να χεροβολιάσει | |||
α' πληθ. | χεροβολιάσαμε | θα χεροβολιάσουμε | να χεροβολιάσουμε | |||
β' πληθ. | χεροβολιάσατε | θα χεροβολιάσετε | να χεροβολιάσετε | χεροβολιάστε | ||
γ' πληθ. | χεροβόλιασαν χεροβολιάσαν(ε) |
θα χεροβολιάσουν(ε) | να χεροβολιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χεροβολιάσει | είχα χεροβολιάσει | θα έχω χεροβολιάσει | να έχω χεροβολιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις χεροβολιάσει | είχες χεροβολιάσει | θα έχεις χεροβολιάσει | να έχεις χεροβολιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει χεροβολιάσει | είχε χεροβολιάσει | θα έχει χεροβολιάσει | να έχει χεροβολιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χεροβολιάσει | είχαμε χεροβολιάσει | θα έχουμε χεροβολιάσει | να έχουμε χεροβολιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε χεροβολιάσει | είχατε χεροβολιάσει | θα έχετε χεροβολιάσει | να έχετε χεροβολιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χεροβολιάσει | είχαν χεροβολιάσει | θα έχουν χεροβολιάσει | να έχουν χεροβολιάσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χεροβολιάζω
|