χηρευάμενων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
χηρευάμενων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του χηρευάμενος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του χηρευάμενος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του χηρευάμενος