χλεμπονιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χλεμπονιάζω < μεσαιωνική ελληνική χλεμπονιάζω
Ρήμα[επεξεργασία]
χλεμπονιάζω
- (σπάνιο) κιτρινίζω, γίνομαι χλεμπονιάρης
- ※ Χρειάζεται το άγχος, σου λέει ο άλλος. Είναι κίνητρο για να προσπαθείς, για να μην επαναπαύεσαι γιατί όσο ζορίζεσαι παλεύεις, ενώ αν δεν ζοριστείς χλεμπονιάζεις και αποτυγχάνεις.. (Χαίρε άγχος αμέτρητο, parallaximag.gr, 7/1/2014 [1])
Κλίση[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χλεμπονιάζω
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χλεμπονιάζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
χλεμπονιάζω
- κιτρινίζω
- ※ καὶ οὐκ ἐγὼ ἔχω τινὰν πρὸς βοήθειαν· διότι ὁ θεῖός μου ὁ γέρων Πέπονος ἐχλεμπονίασεν ἀπὸ τὸ γῆρας καὶ ἐσχίσθη καὶ τρέχει ἡ γαστέρα του (Ο Πωρικολόγος Πετρουπόλεως)
Κλίση[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ρήματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)