χοιρομήριον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χοιρομήριον < μεσαιωνική ελληνική χοιρο(μέριν) + αρχαία ελληνική μηρίον

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χοιρομήριον ουδέτερο