χοιρομήριον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χοιρομήριον < μεσαιωνική ελληνική χοιρο(μέριν) + αρχαία ελληνική μηρίον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χοιρομήριον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) το χοιρομέρι
Πηγές
[επεξεργασία]- χοιρομήριον σελ.7870 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)