χονδρικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

χονδρικά < χονδρικός +

Επίρρημα

[επεξεργασία]

χονδρικά

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

χονδρικά ουδέτερο