χτικιάρικα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χτικιάρικα < χτικιάρικος + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
χτικιάρικα
- με χτικιάρικο τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χτικιάρικα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
χτικιάρικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του χτικιάρικος