χωριατοφέρνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χωριατοφέρνω < χωριατ(ης) + -ο- + -φέρνω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα[επεξεργασία]
χωριατοφέρνω
- συμπεριφέρομαι σαν χωριάτης, μιλώ με προφορά επαρχιώτικη, ντύνομαι σαν να ζω σε αγροικία, φέρομαι άξεστα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χωριατοφέρνω
|