ψαθυρά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ψαθυρά < ψαθυρός
Επίρρημα[επεξεργασία]
ψαθυρά
- σε ψαθυρή κατάσταση, με ψαθυρότητα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψαθυρά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ψαθυρά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ψαθυρό