ψαθυρός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψαθυρός < αρχαία ελληνική ψαθυρός < ψάμμος + -υρός
Επίθετο[επεξεργασία]
ψαθυρός, -ή, -ό
- που εύκολα θρυμματίζεται, κατατρίβεται, εύθρυπτος
- ※ Ο σεμεντίτης, που είναι λευκός, σπάζει εύκολα και γι' αυτό ο λευκός χυτοσίδηρος είναι πολύ ψαθυρός. (https://el.wikipedia.org/wiki/Χυτοσίδηρος)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Αθήνα: Ελληνική Παιδεία.