ψευτοαπασχολούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ψευτοαπασχολούμαι, π.αόρ.: ψευτοαπασχολήθηκα, (ενεργ.: ψευτοαπασχολώ)
- παθητική φωνή του ρήματος ψευτοαπασχολώ: ασχολούμαι με κάτι επιφανειακά ή για πολύ λίγο χρονικό διάστημαα