ψευτοαπασχολούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ψευτοαπασχολούμαι, π.αόρ.: ψευτοαπασχολήθηκα, (ενεργ.: ψευτοαπασχολώ)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]