ψωρίλας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψωρίλας < ψώρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψωρίλας αρσενικό

  1. ο ψωριάρης, αυτός που έχει ψώρα
  2. ο πολύ φτωχός και βρώμικος
  3. ο ψωροπερήφανος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]