ψύξεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]ψύξεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ψύχω
- θα ψύξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ψύχω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]ψύξεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ψύξη