Авагян

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρωσικά (ru)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Авагян < αρμενική Ավագյան (Avagyan)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɐvɐˈɡʲan/

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Авагян (ru) (Avagjan) αρσενικό ή θηλυκό (γεν. ενικ. αρσ.: Авагяна, ονομ. πληθ.: Авагяны) [1]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Το θηλυκό παραμένει αμετάβλητο στον ενικό. Ο πληθυντικός είναι κοινός.