ἀγαθοεργός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
- ἀγαθοεργός, -ος, -όν
- γενικά ο αγαθοεργός, κατ΄ επέκταση ο γενναίος, ο ευγενής
- ο έντιμος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Παράγωγα[επεξεργασία]
- * ἀγαθοεργέω
- * ἀγαθοποιός
- * ἀγαθοποιέω