ἀγκύλη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀγκύλη θηλυκό



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀγκύλη < ἀγκύλος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀγκύλη θηλυκό

  1. η καμπή του αγκώνα και του γόνατου
  2. αγκύλωση
  3. θηλιά
  4. ιμάντας με το οποίο έριχναν το ακόντιο
  5. (κατ’ επέκταση) ακόντιο

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ἀγκύλη