ἀκή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ᾰκη- ᾰκᾱ- | |||||
ονομαστική | ἡ | ἀκή | αἱ | ἀκαί | |
γενική | τῆς | ἀκῆς | τῶν | ἀκῶν | |
δοτική | τῇ | ἀκῇ | ταῖς | ἀκαῖς | |
αιτιατική | τὴν | ἀκήν | τὰς | ἀκᾱ́ς | |
κλητική ὦ! | ἀκή | ἀκαί | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀκᾱ́ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀκαῖν | |||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀκή < πρωτοελληνική *akā́ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂eḱ- (αιχμηρός)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἀκή θηλυκό
- η αιχμή
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- ᾰ̓κᾱ́ (δωρικός τύπος )
- ἠκή (ιωνικός τύπος )
Συγγενικά
[επεξεργασία]- η λέξη ἀκὴ έδωσε στη νέα ελληνική και τις παρακάτω λέξεις:
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ψυχή' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την πρωτοελληνική (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοελληνική (αρχαία ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)