ἀκμαῖος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ακμαίος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀκμαῖος < ἀκμή

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀκμαῖος -α -ον

  1. που βρίσκεται στην ακμή του, που ακμάζει
  2. που γίνεται στον κατάλληλο χρόνο