ἀκουμμέρκευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀκουμμέρκευτος < ἀ- + κουμμερκεύω + -τος
Επίθετο
[επεξεργασία]ἀκουμμέρκευτος
- που είναι απαλλαγμένος από δασμούς
- ※ 14ος αιώνας, ⌘ ανωνύμου, Χρονικόν του Μορέως, Επιμελητής:Schmitt, 1904, Κώδικες H & P στις 86+87
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- ἀκομμέρκευτος (λέξη ήδη του 10ου αιώνα)
- ἀκουμέρκευτος
Κλιτικοί τύποι
[επεξεργασία]- ἀκουμέρκευτοι (ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού αρσενικού γένους)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- στα νέα ελληνικά: ακουμμέρκιαστος (ιδιωματικό)
Πηγές
[επεξεργασία]- ἀκουμμέρκευτος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- σελ.168, Τόμος 1 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.