ἀκρατέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀκρατέω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀκρατέω / ἀκρατῶ

  1. είμαι ανίσχυρος, αδύναμος, εξασθενημένος
  2. είμαι αχαλίνωτος, ασυγκράτητος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]