ἀκροβατέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀκροβατέω - ἀκροβατῶ (συνηρημένο)
- (για στρουθοκάμηλους και υπερόπτες ανθρώπους) περπατάω στις μύτες των ποδιών, περπατάω καμαρωτά
- σκαρφαλώνω ψηλά
Παράγωγα[επεξεργασία]
- Λέξεις ἀκροβ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
ακροβατώ, ακροβάτης, ακροβασία
Κλίση[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ἀκροβατέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .