ἀλγηρός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀλγηρός < ἄλγος

Επίθετο

[επεξεργασία]

ἀλγηρός, ά, όν

Συγγενικά

[επεξεργασία]