ἀλγηδών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ἀλγηδων-, ἀλγηδον- | |||||
ονομαστική | ἡ | ἀλγηδών | αἱ | ἀλγηδόνες | |
γενική | τῆς | ἀλγηδόνος | τῶν | ἀλγηδόνων | |
δοτική | τῇ | ἀλγηδόνῐ | ταῖς | ἀλγηδόσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | ἀλγηδόνᾰ | τὰς | ἀλγηδόνᾰς | |
κλητική ὦ! | ἀλγηδών | ἀλγηδόνες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀλγηδόνε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀλγηδόνοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀλγηδών < ἀλγέω < ἄλγος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀλγηδών, -όνος θηλυκό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- και στην καθαρεύουσα
- ※ Ὁ φίλος μου λησμονήσας τὰς ἀλγηδόνας του εἶχεν ἤδη ἐγερθῇ καὶ μὲ παρετήρει μὲ ὀφθαλμοὺς ἐκθάμβους. (Χαράλαμπος Άννινος, Αττικαί ημέραι, ΙΒ)
Πηγές[επεξεργασία]
- ἀλγηδών - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀλγηδών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'κανών' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κανών' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κανών' θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Καθαρεύουσα από τα αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά από τα αρχαία ελληνικά (καθαρεύουσα)
- Λήμματα με παραθέματα (καθαρεύουσα)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)