ἄλγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: άλγος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἀλγεσ
ονομαστική τὸ ἄλγος τὰ ἄλγη - ἄλγε
      γενική τοῦ ἄλγους - ἄλγεος τῶν ἀλγῶν - ἀλγέων
      δοτική τῷ ἄλγει - ἄλγεῐ̈ τοῖς ἄλγεσ(ν)
    αιτιατική τὸ ἄλγος τὰ ἄλγη - ἄλγεα
     κλητική ! ἄλγος ἄλγη - ἄλγεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἄλγει - ἄλγεε
γεν-δοτ τοῖν  ἀλγοῖν - ἀλγέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἄλγος < πιθανόν από το ἀλέγω (α αθροιστικό + λέγω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἄλγος ουδέτερο

  1. πόνος
  2. βάσανο
    ※  ... πολλὰ δ' ὅ γ' ἐν πόντῳ πάθεν ἄλγεα ὃν κατὰ θυμόν, ... (Οδύσσεια, ραψωδία Α, στίχος 4)
  3. ό,τι προκαλεί πόνο

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

αν όντως συνάπτεται προς το ἀλέγω:

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]