ἀλειτούργητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αλειτούργητος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἀλειτούργητος τὸ ἀλειτούργητον οἱ, αἱ ἀλειτούργητοι τὰ ἀλειτούργητα
Γενική τοῦ, τῆς ἀλειτουργήτου τοῦ ἀλειτουργήτου τῶν ἀλειτουργήτων τῶν ἀλειτουργήτων
Δοτική τῷ, τῇ ἀλειτουργήτῳ τῷ ἀλειτουργήτῳ τοῖς, ταῖς ἀλειτουργήτοις τοῖς ἀλειτουργήτοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἀλειτούργητον τὸ ἀλειτούργητον τοὺς, τὰς ἀλειτουργήτους τὰ ἀλειτούργητα
Κλητική ἀλειτούργητε ἀλειτούργητον ἀλειτούργητοι ἀλειτούργητα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀλειτουργήτω
Γενική-Δοτική ἀλειτουργήτοιν

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀλειτούργητος < ἀ- + λειτουργέω

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀλειτούργητος, -ος, -ον