ἀνελθόντα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος μετοχής
[επεξεργασία]ἀνελθόντα
- αιτιατική ενικού του ἀνελθών
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ἀνελθόν (ουδέτερο του ἀνελθών)