ἀντιμετρῶ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀντιμετρῶ < (ελληνιστική κοινή) ἀντιμετρέω-ἀντιμετρῶ < ἀντί + μετρέω- μετρῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀντιμετρῶ (παθητικό: ἀντιμετριοῦμαι)

  1. δίνω αποζημίωση για κάτι
  2. πληρώνω μια αμοιβή
  3. τιμωρώ
    κι εκείνον τον ενάντιον δικαίως αντιμέτρα

Συγγενικά[επεξεργασία]