ἀπορρήτως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀπορρήτως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπορρήτως < αρχαία ελληνική απόρρητ(ος) + -ως

Επίρρημα[επεξεργασία]

ἀπορρήτως

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀπορρήτως (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική απόρρητ(ος) + -ως

Επίρρημα[επεξεργασία]

ἀπορρήτως

Πηγές[επεξεργασία]