ἀσμενίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀσμενίζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀσμενίζω

  1. είμαι ευχαριστημένος με κάτι
    ※  4oς πκε αιώνας Αισχίνης, Επιστολαί, Αἰσχίνης τῇ Βουλῇ καὶ τῷ Δήμῳ Α΄, 5.5 @scaife.perseus
    καὶ ὅσον γʼ ἐπὶ Κλεοκράτει, οὐδεμιᾶς πόλεως ἄλλης οὐδὲ ἀνθρώπων ἐπιθυμῶ, ἀλλὰ καὶ σφόδρα ἀσμενίζω τῇ συμφορᾷ, καὶ ἀρχὴ δοκεῖ μοι τοῦ βίου ἡ ἀπαλλαγὴ τῆς αὐτόθι πολιτείας.
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Ηθικά, Περὶ ἀρετῆς καὶ κακιάς, 4.101d @scaife.perseus
    ἀναστάντες ἄρτον λιτὸν ἐπὶ τυρῷ καὶ καρδάμῳ χαίρουσι καὶ ἀσμενίζουσιν ἐσθίοντες;[*] τοιαύτην ὁ λόγος ἐμποιεῖ τῇ ψυχῇ διάθεσιν. αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι·
  2. δέχομαι κάτι ευχάριστα, πρόθυμα, ή με ανακούφιση
    ※  4oς πκε αιώνας Αισχίνης, Επιστολαί, Αἰσχίνης τῇ Βουλῇ καὶ τῷ Δήμῳ Α΄, 5.1 @scaife.perseus
    Ὁ μὲν Οὐλιάδης, ᾧ μάλιστʼ ἐπεποίθεις, οὔτε ὅτε ἀφίγμεθα εἰς Ῥόδον παρὼν ἔτυχεν, ἀλλὰ περὶ Αἰνδον ἧν, οὔτʼ ἐπανελθών εἰς Ῥόδον περιττῶς ήσμένισεν ἡμᾶς,

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]