ἀστένακτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀστένακτος < α στερητικό και στενακτός

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀστένακτος

  1. ο άνθρωπος που δεν κλαίει, που δεν θρηνεί
    • εἷς ποτε τόνδ᾽ ἄνδρα φαίη πρόσθ᾽ ἰδεῖν δεδρακότα, ἀλλ᾽ ἀστένακτος αἰὲν εἱπόμην κακοῖς (: γιατί ποτέ κανένας άνδρας δεν με είδε ως τώρα να γογγύζω για τις κακοτυχίες μου)
    • παρειστήκει δ᾽ ἡ μήτηρ ἄτεγκτος καὶ ἀστένακτος. εἰ δὲ στενάξειεν ἢ δακρύσειεν, ἔδει τῆς τιμῆς στέρεσθαι
  2. που δεν είναι θρηνητικός, που δεν έχει καημό
    • οὐδέ ποτ᾽ ἀστένακτος ἀδάκρυτος ἁμέρα μ᾽ ἐπισχήσει (: δεν θα ξημερώσει για μένα πια μέρα δίχως καημό και δάκρυ)

Συγγενικά[επεξεργασία]