στοναχή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στοναχή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στοναχή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στοναχή θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στοναχή
|
Πηγές
[επεξεργασία]- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | στοναχή | αἱ | στοναχαί |
γενική | τῆς | στοναχῆς | τῶν | στοναχῶν |
δοτική | τῇ | στοναχῇ | ταῖς | στοναχαῖς |
αιτιατική | τὴν | στοναχήν | τὰς | στοναχᾱ́ς |
κλητική ὦ! | στοναχή | στοναχαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στοναχᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | στοναχαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στοναχή, -ῆς θηλυκό
- θρήνος, αναστεναγμός
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 5 (ε. Ἀπόπλους Ὀδυσσέως παρὰ Καλυψοῦς.), στίχ. 157 (156-158)
- ἤματα δ᾽ ἂμ πέτρῃσι καὶ ἠϊόνεσσι καθίζων | δάκρυσι καὶ στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἐρέχθων | πόντον ἐπ᾽ ἀτρύγετον δερκέσκετο δάκρυα λείβων.
- Τις μέρες όμως τις περνούσε κρεμασμένος σε βράχια κι ακρωτήρια, | τα σωθικά του τρώγοντας με δάκρυα, στεναγμούς και λύπες, | με μάτια βουρκωμένα, στυλωμένα πάντα στο άκαρπο πέλαγος.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἤματα δ᾽ ἂμ πέτρῃσι καὶ ἠϊόνεσσι καθίζων | δάκρυσι καὶ στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἐρέχθων | πόντον ἐπ᾽ ἀτρύγετον δερκέσκετο δάκρυα λείβων.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἠλέκτρα, στίχ. 195 (195-197)
- οὔτοι στοναχαῖς |ἀλλ᾽ εὐχαῖσι θεοὺς σεβί-|ζουσ᾽ ἕξεις εὐαμερίαν, ὦ παῖ.
- Με δίχως στενάγματα, μόνο | με προσευχές τους θεούς άμα σέβεσαι, | θα ᾽χεις καλύτερες μέρες παιδί μου.
- Μετάφραση (1988): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών @greek‑language.gr
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἀνδρομάχη, στίχ. 1039 (1039-1040)
- πολλαὶ δ᾽ ἀν᾽ Ἑλλάνων ἀγόρους στοναχὰς | μέλποντο δυστάνων τεκέων·
- Κι ήτανε πλήθος οι Ελληνίδες που μοιρολογούσαν, | με στεναγμούς, το δύστυχο το ταίρι τους.
- Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής, Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
- πολλαὶ δ᾽ ἀν᾽ Ἑλλάνων ἀγόρους στοναχὰς | μέλποντο δυστάνων τεκέων·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 5 (ε. Ἀπόπλους Ὀδυσσέως παρὰ Καλυψοῦς.), στίχ. 157 (156-158)
- (μεταφορικά) (για τη θάλασσα) βουητό
Πηγές
[επεξεργασία]- στοναχή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στοναχή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ψυχή' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Οδύσσεια (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ευριπίδη (αρχαία ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)