ἁλίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἁλίζω < ἁλης

Ρήμα[επεξεργασία]

ἁλίζω

  1. συγκεντρώνω, συνάγω (συνηθέστερο παντως με αυτή την έννοια στη σύθετη μορφή του συναλίζω)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἁλίζω < ἅλς (το αλάτι)

Ρήμα[επεξεργασία]

ἁλίζω (μεταγενέστερο)

  1. αλατίζω