εἴλω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εἴλω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *uelHu-. Συγγενές με το (λατινικά) volvo και το (παλαιά αρμενικά) գելում
Ρήμα[επεξεργασία]
εἴλω