συνωθώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συνωθώ < αρχαία ελληνική συνωθέω < ὠθέω / ὠθῶ. Μορφολογικά αναλύεται σε συν- + ωθώ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /si.noˈθo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐νω‐θώ

συνωθώ (παθητική φωνή: συνωθούμαι)

  1. σπρώχνω
  2. συμπιέζω
  3. στριμώχνω
    ※  Το τρένο φτάνει στον σταθμό. Ανοίγουν οι πόρτες και ο κόσμος συνωθείται σαν μελίσσι μπροστά τους.
    Γιάννης Γορανίτης, 24, Αθήνα: Πατάκης, 2017. σελ. 37

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]