ἅλις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ἅλις, Ἆλις

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἅλις < λείπει η ετυμολογία

Επίρρημα[επεξεργασία]

ἅλις

  1. σε σμήνη, σε αφθονία, σε πληθώρα
  2. ικανώς, αρκετά
    ※  5ος↑ αιώνας Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, στίχ. 685 (685-686)
    ἅλις ἔμοιγ᾽, ἅλις, γᾶς προνοουμένῳ | φαίνεται, ἔνθ᾽ ἔληξεν, αὐτοῦ μένειν.
    Αρκεί, αρκεί θαρρώ· η χώρα βασανίζεται· | το θέμα τέλειωσε· ας μείνει εδώ το πράγμα.
    Μετάφραση (2000): Κ. Χ. Μύρης, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
  3. (με ουσιαστικό) άφθονος, αρκετός
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 14 (Ξ. Διὸς ἀπάτη.), στίχ. 122 (121-123)
    Ἀδρήστοιο δ᾽ ἔγημε θυγατρῶν, ναῖε δὲ δῶμα | ἀφνειὸν βιότοιο, ἅλις δέ οἱ ἦσαν ἄρουραι | πυροφόροι, πολλοὶ δὲ φυτῶν ἔσαν ὄρχατοι ἀμφίς,
    Του Αδράστου γαμβρός έγινε και σπίτι εκατοικούσε | γεμάτο βιό, κι είχε πολλά χωράφια σιτοφόρα | με πολλά δένδρα ολόγυρα,
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 9 (Ι. Πρεσβεία πρὸς Ἀχιλλέα. Λιταί.), στίχ. 279 (277-280)
    εἰ δέ κεν αὖτε | ἄστυ μέγα Πριάμοιο θεοὶ δώωσ᾽ ἀλαπάξαι, | νῆα ἅλις χρυσοῦ καὶ χαλκοῦ νηήσασθαι | εἰσελθών, ὅτε κεν δατεώμεθα ληΐδ᾽ Ἀχαιοί,
    κι οι αθάνατοι αν θελήσουν | την υψηλήν να ρίξουμε την πόλιν του Πριάμου, | να πάρεις, όταν οι Αχαιοί τα λάφυρα μοιράσουν, | χρυσόν και χάλκωμ᾽ αρκετό καράβι να φορτώσεις.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]