Ἆλις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
Ἄλῐδ-
ονομαστική Ἆλις
      γενική τῆς Ἄλιδος
      δοτική τῇ Ἄλιδ
    αιτιατική τὴν Ἆλιν
     κλητική ! Ἆλι
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ἆλις < → δείτε τη λέξη Ἦλις

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ἆλις θηλυκό

  • δωρικός τύπος του Ἦλις
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 1.78
    τῷ μὲν εἶπε: “φίλια δῶρα Κυπρίας ἄγ' εἴ τι, Ποσείδαον, ἐς χάριν
    τέλλεται, πέδασον ἔγχος Οἰνομάου χάλκεον,
    ἐμὲ δ' ἐπὶ ταχυτάτων πόρευσον ἁρμάτων
    ἐς Ἆλιν, κράτει δὲ πέλασον.
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 9.7[1]
    ἀλλὰ νῦν ἑκαταβόλων Μοισᾶν ἀπὸ τόξων
    Δία τε φοινικοστερόπαν σεμνόν τ᾽ ἐπίνειμαι
    ἀκρωτήριον Ἄλιδος
    τοιοῖσδε βέλεσσιν
    Και τώρα με των Μουσών τα τόξα που φτάνουν μακριά
    και με τα βέλη τούτα
    κάλυψε τον Δία τον πορφυροκέραυνο
    και το ακρωτήρι το ιερό της Ήλιδας
    Μετάφραση (2004): Ιωάννης Οικονομίδης, Αθήνα: Εταιρεία Ελληνικών Τυπογραφικών Στοιχείων @greek‑language.gr

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • ηλειακός και λακωνικός τύπος: Ϝᾶλῐς

Αναφορές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]