ἄτροπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἄτροπος < στερητικό α- και τρέπω

Επίθετο[επεξεργασία]

ἄτροπος, -ος, ον

  1. εκείνος που δεν αλλάζει γνώμη, ο άκαμπτος
    «άτροπος μοίρα»
  2. φυτολ. η άτροπος κν μπελαντόνα
  3. ως κύριο όνομα Άτραπος μία από τις τρεις μοίρες της αρχαία ελληνικής μυθολογίας