ἐνοχλέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐνοχλέω < ἐν και ὀχλέω-ὀχλῶ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἐνοχλέω -ἐνοχλῶ (παθητικό: ἐνοχλοῦμαι)

  1. ενοχλώ και ενοχλούμαι, προβληματίζομαι, δυσαρεστούμαι
    ἡ ἐκκλησία ἠνωχλεῖτο
  2. ασθενώ, δεν είμαι καλά (μεταγενέστερη έννοια)
  3. έχω πολλή δουλειά (μεταγενέστερη έννοια)

Κλίση[επεξεργασία]

ενεργητ. παρατατ. ἠνώχλουν, μέλλοντας ἐνοχλήσω, αόρ. ἠνώχλησα, παρακ. ἠνώχληκα
παθητ. μέλλοντας ἐνοχληθήσομαι, μετοχή παθ. αορ. ἐνοχληθείς, παρακ. ἠνώχλημαι

Συγγενικά[επεξεργασία]