ἐνοχλέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἐνοχλέω -ἐνοχλῶ (παθητικό: ἐνοχλοῦμαι)
- ενοχλώ και ενοχλούμαι, προβληματίζομαι, δυσαρεστούμαι
- ἡ ἐκκλησία ἠνωχλεῖτο
- ασθενώ, δεν είμαι καλά (μεταγενέστερη έννοια)
- έχω πολλή δουλειά (μεταγενέστερη έννοια)
Κλίση
[επεξεργασία]- Τύποι που απαντούν στην αρχαία ελληνική
- ενεργητ. παρατατ. ἠνώχλουν, μέλλοντας ἐνοχλήσω, αόρ. ἠνώχλησα, παρακ. ἠνώχληκα
- παθητ. μέλλοντας ἐνοχληθήσομαι, μετοχή παθ. αορ. ἐνοχληθείς, παρακ. ἠνώχλημαι